Tuesday, October 25, 2005

Milano Sophia Antipolis

Στην αρχή ήταν η θάλασσα με το όμορφο μπλε – Μεσόγειος η απέραντος. Μετά η πόλη πάνω στη θάλασσα – Νίκαια η ωραία. Τέλος, η πόλη πάνω από τη Νίκαια – Sophia Antipolis η έρημη. Στήθηκε ως αντίγραφο του Palo Alto και του Berkeley, και επειδή αυτά δεν έχουν ουσιώδη κοινά μεταξύ τους, το αποτέλεσμα ήταν το λογικά αναμενόμενο – το κενό. Την είχαν επισκεφτεί, επειδή πάντα την ενδιέφεραν τέτοια πειράματα – πόλεις προκατασκευασμένες – και επειδή το όνομα ήταν ελληνικό – σε αναπλήρωση της απούσας ιστορίας της. Θυμάται – πώς θα μπορούσε να ξεχάσει; – τις φάτσες του Γιώργου και του Μάριου, την ηλιόλουστη εκείνη μέρα που άφηναν το απέραντο γαλάζιο για να χαθούν σε ένα πευκοδάσος, όπου είχαν χαθεί κάποια κτίρια. «Άντρες», σχολίαζε η Άρτεμις από καθαρά γυναικεία αλληλεγγύη. «Θα φτάσουμε και θα με ευγνωμονείτε», ήταν η δική της αντίδραση. Και έφτασαν. Και, φυσικά, δεν την ευγνωμονούσαν. Ευγνωμονούσαν μόνο την τύχη τους που υπήρχε ένα υποτυπώδες café ανοιχτό να σβήσουν τη δίψα τους. Κατά τα άλλα τίποτα – άνθρωπος ούτε για δείγμα. Ενώ υπήρχαν οι υποδομές για να φιλοξενήσουν την παρουσία του – σπίτια, πλατεία στα πρότυπα χωριού ελληνικού, αμφιθέατρο αντίγραφο αρχαίου θεάτρου.
«Τι γράφει ο οδηγός; Μέχρι πότε κατοικούνταν;»
«Μέχρι τότε που την εκκένωσαν μετά το πυρηνικό ατύχημα – πριν πόσα, πέντε χρόνια;»
Σχόλια περιπαικτικά. Αλλά εύστοχα. Περπάτησαν στα στενά κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο και είδαν τις Κυκλάδες. Ή μάλλον την αναγγελία τους – όπως στα πλοία. Συγκρότημα κτιρίων – καθένα και ένα κυκλαδίτικο νησί, που θα γεννιόταν όταν επέστρεφαν οι άνθρωποι. Έτσι θα ικανοποιούσαν οι Γάλλοι το όνειρό τους να δουλεύουν στη Μύκονο. Το τελευταίο κομμάτι στο παζλ της εικονικής πραγματικότητας που τους έχτιζαν.
Όλα αυτά διέσχιζαν τον νου της, καθώς διέσχιζε το campus για να βρεθεί σε ένα από τα café της Euclid – χαμόγελο ζωγράφισε το όνομα στα χείλη της. Τιμούσαν ή αντέγραφαν; Τιμούσαν για να νομιμοποιήσουν την αντιγραφή του.
Το café, όπως και όλα σχεδόν στο Berkeley, στέγαζε την απομόνωση. Την επικοινωνία με όλον τον κόσμο, εκτός από το άμεσο περιβάλλον σου. Καθρεπτισμοί προσώπων σε οθόνες να γελάνε, να απορούν, να προβληματίζονται, και κυρίως να σβήνουν – συνήθως πριν τελειώσει η μπαταρία. Οι μυς του προσώπου δε χρειάζονται πια και παραλύουν.
Το café, όπως και όλα σχεδόν στο Berkeley, γεμάτο κόσμο. Καμμία σχέση με το κενό δοχείο της αντί-πολης. Εδώ, οι άνθρωποι προτιμούσαν τον κοινόχρηστο χώρο για να ιδιωτεύσουν. Εκεί, ίσως ήταν καλύτερα τα σπίτια τους. Με την πρώτη ματιά, βλέπεις ένα μέρος γεμάτο κόσμο. Με τη δεύτερη, ένα σύνολο από κατειλημμένα καθίσματα όπου δεν έχεις θέση.
Ιδιώτες. Idiots. Τουλάχιστον αντέγραφαν σωστά. Χαμογέλασε.

Friday, October 21, 2005

Hotel Milano by memory

Ανακάθισε στην καρέκλα. Μουσική – επουλώνει πληγές σκαλίζοντάς τες. Όπως και ο χρόνος – λειαίνει φθείροντας. Το ταξίδι αυτή τη φορά τη γύρισε στις πρώτες μέρες. Μοναξιά να πλέκει μελαγχολία. Το τέλος που δεν ήρθε, γιατί το πέρασε. Τώρα πια, από απόσταση ασφαλείας, μια όμορφη ιστορία να διηγείται στον εαυτό της θεραπεύοντας τις πληγές της καθημερινής τριβής. Που ενίοτε γίνεται λέξεις που αραδιάζονται για να προσδώσουν ενδιαφέρον σε ένα πρόσωπο που δεν έλαμψε με τις επιτυχίες του.
Σήμερα το ταξίδι στον χρόνο ήταν ανάλαφρο σαν άνθρωπο που πετάει σε όνειρο. Αναπαρήγαγε τα πάντα με λεπτομέρεια. Τις ατέλειωτες νύχτες, που τέλειωναν μόνο όταν την έπαιρνε ο ύπνος για να την εγκλωβίσει σε εφιάλτες από τους οποίους ξυπνούσε κουρασμένη. Τη μουσική που πλημμύριζε τα μάτια της και άδειαζε την καρδιά της. Τις σκέψεις που είχαν στοιχειώσει το μυαλό της, σαν κακό όνειρο από το οποίο ξυπνάς για να διαπιστώσεις ότι είναι αλήθεια. Τα πάντα που τον θύμιζαν. Τώρα, δεν ένιωθε άσχημα. Δεν ένιωθε τίποτα. Περνούσε από τα αυλάκια της μνήμης ξέγνοιαστος περιπατητής – παρακολουθούσε τα γεγονότα από κερκίδες θεάτρου αρχαίου. Ξετύλιγε τις σκέψεις με θρησκευτική ευλάβεια προσέχοντας να μη βλάψει αυτά που κάποτε ήθελε να ακρωτηριάσει. Με το βάρος της εμπειρίας που έσερνε, όλα πλέον φαίνονταν εύκολα – ή απλά πλέον δεν επιχειρούσε τα δύσκολα.
Έξω η ομίχλη φώτιζε τη νύχτα. Την απομόνωνε σε μοναξιά ευπρόσδεκτη, που συχνά επιζητούμε ως ελευθερία. Τέτοια ώρα τηλέφωνο δεν επρόκειτο να διακόψει τη χαμηλή της πτήση. Τίποτα δεν μπορούσε να παρεμβληθεί μεταξύ της καρδιάς και της μουσικής της. Εκτός, ίσως, από το πρωινό φως. Για αυτό συνήθως φρόντιζε να εμπιστευτεί τις καλές της σκέψεις στα όνειρά της πριν ξημερώσει. Αν και αύριο θα ξημέρωνε Παρασκευή. Και ένα κοινό έχουν όλες – σχεδόν – οι Παρασκευές: Δεν χρειάζονται συνοδεία αριθμών για να σε κάνουν – έστω και στιγμιαία – ευτυχισμένο. Τι χαιρόταν περισσότερο – την αρχή του Σαββατοκύριακου ή το τέλος της εβδομάδας – δεν ήξερε. Και, μεταξύ μας, ούτε και εγώ ξέρω, αν και έχω μια υποψία.
Δεν ήθελε να σπαταλήσει σε ύπνο την καλή της διάθεση. Προς στιγμήν, φόβος την κατέλαβε, μήπως δει την όμορφη φούσκα που δημιούργησε να σπάει. Υποσυνείδητα, έστρεψε και πάλι το βλέμμα στο σκοτεινό παρελθόν για να διαφυλάξει αμόλυντη τη μνήμη του φωτεινού παρόντος.

Wednesday, October 19, 2005

Hotel Milano by day

Ανοίγοντας τις κουρτίνες, το φως την τύφλωσε και χύθηκε στο δωμάτιο. Στο ραντεβού με τη μέρα είχε και πάλι αργήσει. Από τη συρρικνούμενη φθινοπωρινή μέρα, είχαν μείνει μονάχα λίγες ώρες φωτός για να γεμίσει η απραξία της. Βολικό – απέφευγε να αναμετρηθεί με το φως, με την αλήθεια. Παρέμενε κλειστή στο σκοτάδι της, φωτίζοντας τη ζωή της με σπινθήρες. Τη μελαγχολία του αργού ξυπνήματος την είχε πλέον διαδεχτεί η ασυνείδητη ικανοποίηση ότι το πρώτο μισό της μέρας πέρασε ανώδυνα. Παρέα με τα όνειρα – το μόνο εφόδιο που της είχε απομείνει για να ξεπεράσει τον εαυτό της, το μόνο ίχνος ζωής πάνω της. Δεν ήταν όλα τα όνειρά της χαρούμενα, αλλά όσα ήταν της θύμιζαν τη γεύση της χαράς που κόντευε να ξεχάσει. Πάει καιρός από τότε που η χαρά πλημμύριζε τη ζωή της. Τότε που οι στιγμές χαράς είχαν τη δύναμη να τη φωτίσουν. Πλέον οι λάμψεις ευτυχίας προσπίπτουν σε μαύρο τοίχο – τίποτα παραπάνω από στιγμιαίες αναλαμπές, ναρκωτικά του νου.
Σκέφτεται να βγει, για να τιμωρήσει την απραξία της – από αντίδραση στον άβουλο εαυτό της. Το πρωινό ντους την αναζωογονεί – τη βγάζει προς στιγμήν από τον βούρκο τον σκέψεών της. Της δίνει δύναμη να σπρώξει το κορμί της προς τις σκάλες, να αφήσει τον ήλιο να φωτίσει τις πληγές της. Ο δρόμος πεδίο μάχης – εχθροί οι περαστικοί. Προχωρά ταμπουρωμένη. Αμυντική στάση – επιθετική διάθεση. Βγήκε για ψώνια, σαν να πάει σε πόλεμο. Ποιος είπε ότι μπορούμε να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας; Και αυτή τον εαυτό της τον γνώριζε καλά. Είχε κάνει πολλάκις ενδελεχή ψυχανάλυσή του καταλήγοντας στην ίδια δυσοίωνη διάγνωση.
Το τηλέφωνο διέκοψε τον εσωτερικό μονόλογο. Τα λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να απαντήσει την κατέλαβε γλυκιά αγωνία. Οι παλμοί της καρδιάς της ανέβηκαν σαν να έφθανε η πολυπόθητη λύτρωση. Αν και τα τηλεφωνήματα που στόλιζαν την καρδιά της με χαμόγελο ανήκαν στο μακρινό παρελθόν, διατηρούσε την ίδια ενστικτώδη αντίδραση στον ήχο του τηλεφώνου. Λες και το θαύμα θα ξεκινούσε από εκεί – ελλείψει ενθαρρυντικών ενδείξεων από το άμεσο περιβάλλον της. «Δωρεάν ασφάλεια ζωής για τις επόμενες ενενήντα μέρες;». Μα καλά, βαλτοί ήταν; Την παρακολουθούσαν; Δεν ήταν αυτό που χρειαζόταν για να της φτιάξει τη διάθεση. Τουλάχιστον τώρα είχε κάπου να διοχετεύσει τον θυμό της. «Αν είναι δυνατόν!». Αίφνης, θαρρείς πως η ζωή της απέκτησε νόημα – ως αντίδραση. Ως δράση είχε από καιρό παροπλιστεί.

Monday, October 17, 2005

de Young Milano

Φθάσαμε στο μουσείο μετά τη δύση. Σε κάποια σημεία της ζωής σου φθάνεις αργά. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει σε πολλούς και έτσι η ουρά ήταν τεράστια. Δεν ήξερα πώς είναι να περιμένεις σε μια τεράστια ουρά με τις ώρες. Και ακόμα δεν ξέρω.
Το εσωτερικό του μουσείου ήταν όμορφο. Αλλά όχι τόσο εντυπωσιακό όσο θα σε προϊδέαζε το περιτύλιγμα. Συμβαίνει και στους ανθρώπους αυτό. Η ατμόσφαιρα, όπως αναμενόταν, γιορτινή. Αδυνατούσε να εισχωρήσει μέσα μου. Δεν είναι ότι δεν της άνοιγα πόρτες, αλλά ο ενθουσιασμός δεν υπάρχει σε κανένα μενού. Αντιλαμβανόμουν το περιβάλλον σαν να περπατούσα σε ταινία. Της δικής μου ζωής. Μιας φανταστικής ιστορίας.
Καθόταν σε ένα πεζούλι, ως άλλο έκθεμα, που περιεργάζονταν οι περαστικοί. Δεν την ένοιαζε – φαντάζομαι. Δεν έδειχνε κουρασμένη, αν και το βλέμμα της έδειχνε κουρασμένο να κουβαλά τη διάθεσή της. Στον άγνωστο παρατηρητή που διέταζε τη ματιά του να κοιτάξει και το πρόσωπό της φαινόταν απαθής. Οι σκέψεις της είχαν απομυζήσει όλη της την ενέργεια. Δεν έχει σημασία τι σκεφτόταν. Όλες οι σκέψεις έχουν μελαγχολική χροιά, αρκεί να έχεις την κατάλληλη διάθεση. Αργότερα θα μάθαινα – και μάλιστα πολύ περισσότερα από όσα θα ήθελα να ξέρω. Ποιος είπε ότι πάντα θέλουμε απαντήσεις στις ερωτήσεις μας; Και μάλιστα αληθινές;
Από τα πολλά παράθυρα του μουσείου δεν έμπαινε φως – έβγαινε. Οι καθρεφτισμοί εγκλώβιζαν το βλέμμα κάπου που δε θα ήθελε να ήταν. Σε στιγμές σαν αυτή θά ‘θελες η ζωή να συνοδεύεται από οδηγίες χρήσεως. Όχι για να βρεις τη σωστή αντίδραση – όλες είναι λάθος. Για να βρεις το reset – ν’ αρχίσεις από την αρχή. Η αδυναμία να το κάνεις αυτό είναι αυτό που κάνει τη ζωή πιο ενδιαφέρουσα από ηλεκτρονικό παιχνίδι. Τουλάχιστον, μέχρι να χρειαστεί να το κάνεις.
Κάποιες στιγμές της ζωής μας αποφεύγουμε να τις αναπαράγουμε διηγούμενοι. Για αυτό και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να επινοήσει τις κατάλληλες λέξεις. Στιγμές, στις οποίες ο λόγος – προφορικός και γραπτός – υποκλίνεται ταπεινά για να μην τις μιάνει. Εκείνη η στιγμή μέσα στο γλυκά φωτισμένο σκοτάδι του μουσείου ίσως να μην ανήκει σε αυτές. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω. Ακόμα. Κι ας πάει καιρός από τότε που το Milano μπήκε στο μουσείο.

Friday, October 14, 2005

αρχίζουμε να τελειώνουμε

Καθώς οι ανταγωνιστές μας (sic – το «ανταγωνιστές», όχι το πρώτο πληθυντικό που αντιπαθώ) δημοσίευσαν ποίημα, ιδού η δική μας εκδοχή.

Ξεκίνησαν με όρεξη πολλή,
γοργά και σταθερά τα βήματά τους,
σαν κάτι να τους έβιαζε θαρρείς,
κι ας ήταν μοναχά πολύ νωρίς.

Το τέλειο κινήσανε να βρουν,
αυτό σκοπό ζωής το είχαν κάνει,
και τέλειοι θελήσαν να γενούν,
σαν όπλο στης ζωής την άγρια πάλη.

Μεγάλωσαν, γινήκανε τρανοί.
Το τέλειο πως βρήκανε θαρρούν,
το τέλος της πορείας σαν θωρούν.
Τέλειοι και συνάμα τελειωμένοι.

Wednesday, October 12, 2005

Hotel Milano

Δε μπορείς να σκεφτείς παραγωγικά ελλείψει οξυγόνου. Δε μπορείς να κοιμηθείς ελλείψει χώρου. Το αεροπλάνο προσφέρεται κυρίως για να μελαγχολήσεις. Και αφορμές για αυτό είχε αρκετές – και λόγους περισσότερους. Έστρεψε το πρόσωπό της προς το παράθυρο δίχως να κοιτά. Μετά από δέκα ώρες ταξίδι το τοπίο δεν είναι τίποτα άλλο από τον μέσο όρο όλων όσων έχεις μέχρι τότε δει. Προσηλώθηκε στη μουσική για να ξεφύγει από τις σκέψεις της. Μάταια. Κάθε τραγούδι και μια ανάμνηση. Αισθάνθηκε άβολα. Προσπάθησε να κινηθεί στο κάθισμά της δημιουργώντας μια επίφαση ελευθερίας. Ευτυχώς έφερναν το φαγητό. Ευτυχώς, επειδή της θύμιζε ότι στη ζωή υπάρχουν και χειρότερα. Χαμογέλασε κρυφά με το αστείο της, κλεμμένο από κάποιον παλιό φίλο. Πλέον όλοι οι φίλοι της ήταν παλιοί. Πετούσε προς μια νέα αρχή. Από τα παλιά, της είχε μείνει μόνο το μπλοκ με τα τηλέφωνά τους, που δεν το είχε σκίσει μόνο και μόνο επειδή απέφευγε να καταστρέφει τα πράγματά της. Δεν ήξερε ότι τις περισσότερες φορές χρειάζεται να σκίσεις για να ξαναρχίσεις;
Γιατί πάντα οι χώροι αφίξεων είναι κλειστοφοβικοί; Ίσως γιατί βγαίνοντας από το αεροπλάνο ο,τιδήποτε σε χωρά όρθιο είναι άνετο. Ή γιατί μόλις την τελευταία στιγμή σκέφτηκαν ότι κάποιοι από αυτούς που φεύγουν ίσως ξαναγυρίσουν. Κρατούσε σε αυτές τις σκέψεις παγιδευμένο τον νου της, περιμένοντας στον έλεγχο διαβατηρίων, κατειλημμένη από μια παράξενη ευφορία, παρά το άγνωστο που την περιέβαλλε. Ή μάλλον εξαιτίας του.
Βγαίνοντας από τις κατακόμβες, η ιδέα είναι ότι ο,τιδήποτε δεις θα σου φαίνεται ωραίο. Αλλά το κρύο δεν της άρεσε. Ούτε τα αγγλικά του ταξιτζή, που δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη για την τελική έκβαση. Αλλά τι ενέπνεε πια εμπιστοσύνη; Το μυαλό της της έπαιζε κρυφτό. «Hotel Milano. Ναι, έρχομαι από Milano και πηγαίνω στο Hotel Milano». Πού βρίσκει το αστείο στο ότι ο τόπος αναχώρησης και προορισμού έχουν το ίδιο όνομα; Η ζωή τής έπαιζε παιχνίδια.
Ο δρόμος προς το San Francisco τής θύμισε Βαρκελώνη. Δεξιά η θάλασσα. Αριστερά το βουνό. Στη Βαρκελώνη το βουνό έχει νεκροταφείο. Εδώ έγραφε “South San Francisco: Industrial city”. Τραγική ειρωνία. Η είσοδος στην πόλη την απογοήτευσε. Ίσως γιατί η βιτρίνα της ήταν στο φόντο.
Στο φανάρι, μια οικοδομή. Αυτό το ήξερε, είχε διαβάσει για αυτό – τα διάσημα δείγματα αρχιτεκτονικής στο San Francisco είναι εξάλλου μετρημένα στα δάκτυλα. Federal building – ο αρχιτέκτονας τής διέφευγε, κάτι για να ψάξει το βράδυ στο google. Το πρόσωπό της έλαμψε, όπως κάθε φορά που ξυπνούσε ο αρχιτέκτονας μέσα της. Αύριο θα έπαιρνε φωτογραφίες. Θα πήγαινε και στο μουσείο μοντέρνας τέχνης του Botta – ένα βήμα από το ξενοδοχείο. Και το Σάββατο θα πήγαινε στα εγκαίνια του de Young. Όταν είχε πρωτοδεί τα πρώτα 3d σχέδια, της φαινόταν ψεύτικο – ναι, τότε δεν υπήρχε. Οι πρώτες φωτογραφίες δεν άλλαξαν την αρχική της εντύπωση. Τώρα είχε δυο μέρες και μια νύχτα να ελέγξει την αλήθεια τής ύπαρξής του. Για αυτήν θα τό ‘χουν και τη νύχτα ανοιχτό.
Το φρενάρισμα σκόρπισε τις σκέψεις της. Ακριβά τα ταξί τελικά. Και πού να θυμόταν να αφήσει και φιλοδώρημα.

Thursday, October 06, 2005

Milano by day

Την ξύπνησε το σκουπιδιάρικο. Ήταν ακόμα νωρίς. Προσπάθησε να τακτοποιήσει όπως όπως τις σκέψεις της χτεσινής βραδιάς, γιατί είχε και σήμερα πολλή δουλειά. Ήξερε ότι δεν ένιωθε γι’ αυτόν όπως παλιά, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί στον εαυτό της. Επιζητούσε τις συναντήσεις τους – από συνήθεια. Αλλά της έλειπε ο ενθουσιασμός – και δεν είχε το κουράγιο να τον αναζητήσει. Χτες, κλείνοντάς του την πόρτα με ένα ψυχρό φιλί για καληνύχτα, ξέρει ότι τον λύπησε. Δεν είπε τίποτα, αλλά πίσω από την κλειστή πόρτα μπορούσε να μαντέψει εκείνο το θλιμένο ύφος του που σιχαινόταν. Βαρέθηκε.
Λιγά καρέ αργότερα κόρναρε ο Μάριος από κάτω. Φεύγει γρήγορα η ώρα το πρωί. Το χαμόγελο που την περίμενε της έφτιαξε τη μέρα. Μπα, όχι, ήταν η λιακάδα που ευθυνόταν για την καλή της διάθεση. Ήξερε να ελέγχει τις σκέψεις της. Ήξερε τι ήθελε από τον εαυτό της. Είχε χωροθετήσει σαφώς τα συναισθήματά της. Είχε ωριμάσει. Έτσι πίστευε. Πλην όμως εκείνο το πρωινό οι σκέψεις της δεν πειθαρχούσαν στις προσταγές της. Την αρχική ανεξήγητη ευφορία διαδέχτηκαν εξίσου ανεξήγητες τύψεις. Της είχε κάνει νύξεις για τον Μάριο στο παρελθόν, αλλά τα είχε κατηγορηματικά αρνηθεί – σκηνές ζηλοτυπίας ελλείψει αυτοπεποίθησης. Τώρα οι νύξεις προέρχονταν από τη συνείδησή της, απέναντι στην οποία τα ίδια εκείνα επιχειρήματα φάνταζαν αδύναμα. Ίσως έφταιγε αυτός. Της έβαζε ιδέες υποσυνείδητα με την υπερβολική του ζήλια, την έκανε να φαντάζεται πράγματα που δεν υπάρχουν, της έκανε κακό. Αγανάκτησε.
Σηκώθηκε από το γραφείο να πάρει έναν καφέ. Εξάλλου δε μπορούσε να δουλέψει. Και δεν ήθελε να προσποιηθεί στον εαυτό της ότι δούλευε. Από το τραπέζι όπου κάθισε έβλεπε όλη την καφετέρια. Ένα ζευγάρι στα μέλια σε πρώτο πλάνο. Υποσυνείδητα ενοχλήθηκε, σαν να τσίγκλησε η χαρά τους τη μελαγχολία της. Την επόμενη στιγμή που εστίασε πάνω τους, η κοπέλα έφευγε φουριόζα. Έμεινε ο Ιταλός να κοιτά με μια γκριμάτσα απορίας δανεισμένη από καρτούν. Όταν συνάντησε το βλέμμα της, χαλάρωσε τους μυς σε ένα χαμόγελο. Τα χείλη της δεν ενέδωσαν να το ανταποδώσουν. Ο εγκέφαλος ήταν πολύ απασχολημένος για να δώσει τη σχετική εντολή. «Μήπως μου κολλάει και αυτός, Γιώργο; Ε ρε πώς με κατάντησε η ζήλεια σου...». Κουράστηκε.
Στο ταμείο ο Μάριος να παραγγέλνει καφέ. Του πεπρωμένου φυγείν αδύνατον. Ήθελε να φύγει, αλλά η αποφασιστικότητά της αυτή τη φορά την πρόδωσε. «Δε μπορείς να φανταστείς τι μου έκαναν το πρωί», άρχισε με νέα από τη δουλειά. Αστείρευτη όρεξη αυτό το παιδί. Την έκανε να ξεχάσει προς στιγμήν τα προβλήματά της. Ή να τα απωθήσει κάπου βαθύτερα, δημιουργώντας χώρο για άλλα, μεγαλύτερα. Χαλάρωσε.

Wednesday, October 05, 2005

Milano by fog

Κατέβαινε αποφασισμένα το πλακόστρωτο, με άκομψα γρήγορο βηματισμό. Την είχε κάνει τόσες φορές αυτή τη διαδρομή, που δεν ήταν πια τίποτα άλλο παρά μια παρένθεση πριν τις συναντήσεις τους. Η ομίχλη χάιδευε τις στέγες των σπιτιών και στο βάθος του δρόμου πρόβαλλε μελαγχολικά ο καθεδρικός σαν μέσα σε σύννεφο. Αυτή η εικόνα πάντα τον άγγιζε: ο όμορφος φόβος μπροστά στο μυστήριο του μεγαλειώδους. Αν υπήρχε Θεός, εκείνη τη νύχτα θα δειπνούσε εκεί. Έφτασε πρώτος, όπως πάντα. Αμήχανος στάθηκε σε μια άκρη του δρόμου περιμένοντας. Αμήχανος, όχι για τη συνάντησή τους – το έργο αυτό το είχε ξαναδεί, πολλάκις ήδη. Αμήχανος, για την εικόνα που έδινε στους λιγοστούς περαστικούς σε έναν κατά τα άλλα ερημικό δρόμο – οι τακτικοί πρέπει πλέον να τον είχαν συνηθίσει. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί αναζητώντας κάτι ενδιαφέρον στο ημίφως. Ένας σκίουρος ανέβαινε έναν τοίχο ενός παλιού σπιτιού, στο μπαλκόνι μια κοπέλα πότιζε τις γλάστρες, το φως δραπετεύοντας από τη μπαλκονόπορτα διέγραφε ονειρικά τη σιλουέτα της.
«Τι κοιτάς;», άκουσε στον δρόμο, σαν να ξύπνησε από όνειρο. Όταν δε φορούσε τακούνια, δεν άκουγε τα βήματά της.
«Τα άστρα». Ήταν πολύ απορροφημένη για να αναζητήσει την αλήθεια – ή πολύ αδιάφορη.
«Κουρασμένη;»
«Πολύ, από το πρωί δεν κάθισα.»
Περπάτησαν μηχανικά. Έχει πια ξεχάσει τι έλεγαν – ίσως να μη θυμόταν και τότε. Της άνοιξε την πόρτα, τους κάθισαν στο τραπέζι τους, παράθυρο βιτρίνα, για τα βλέμματα να δραπετεύουν. Παρήγγειλε το κρασί που της άρεσε. Όχι πως την ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα κρασιά, αλλά της τα είχε μάθει για να τα ξέρει. Και της είχε μάθει και να διαλέγει – αυτό που της άρεσε. Κάθονταν αντικρυστά και κοιτάζονταν. Ή μάλλον αυτός την κοίταζε. Προσπαθούσε να βρει τις όμορφες γωνίες της. Όλα στη ζωή τα έβλεπε όμορφα – γιατί όχι και αυτή; Λέξεις σπάνια επισκέπτονταν το τραπέζι τους. Τα είχαν εξάλλου πει όλα, τόσα χρόνια. Τα μόνα νέα αυτά των φίλων τους. Που παντρεύονταν, χώριζαν, γεννούσαν.
«Τά ‘μαθες; Έγκυος η Μαρία!»
«Ώπα ρε, κιόλας;» Το αποκορύφωμα της βραδιάς.
Πού και πού προσπαθούσε να πει κάποιο αστείο – όλως περιέργως ήταν αυτός ο πιο ομιλητικός στη σχέση τους. Γινόταν γελοίος για να αποσπάσει ένα βεβιασμένο μειδίαμά της και να το κρατήσει σαν μνήμη της βραδιάς. Παρήγγειλαν ο ένας το πιάτο του άλλου – παλιά τους συνήθεια. Γνώριζε ο ένας τον άλλον τόσο καλά, που τον εαυτό τους δεν τον χρειάζονταν. Αλλά και δεν ήθελαν να τον απαρνηθούν.
Διάβαζε τις σκέψεις της – και σχεδόν συνειδητά τις παρερμήνευε. Με την ανάσα του νότιζε το τζάμι της ψυχής της για να κρύψει την αλήθεια της. Ματαιοπονία. Γνώριζε ο ένας τον άλλον τόσο καλά, που δεν τον χρειάζονταν πια.

ΥΓ. Η ιστορία είναι φανταστική – δεν υπάρχουν σκιουράκια στο Μιλάνο. Θα συνεχιστεί, (ότ)αν ξημερώσει στο Μιλάνο.

Monday, October 03, 2005

η τέχνη του default

Ο βασικός λόγος, πιστεύω, που στα blogs δεν κυριαρχεί η κακογουστιά, είναι η ανικανότητα των περισσοτέρων να αλλάξουν (σημαντικά) το default template.

Σε όλους τους υπόλοιπους τομείς της ζωής (τουλάχιστον στην Ελλάδα), από τα ρούχα μέχρι τα αυτοκίνητα και τα κτίρια, υπάρχει ο σοφός της γειτονιάς που θα σπεύσει να μας προσφέρει (με το αζημίωτο) τις υπηρεσίες του ικανοποιώντας την ανάγκη για διαφοροποίηση. Είτε αυτός λέγεται μοδίστρα, είτε πολιτικός μηχανικός με αρχιτεκτονικές ανησυχίες, θα αφήσει αναμφίβολα το στίγμα του. Δε θα σταθώ εδώ στο κατά πόσο τα προϊόντα με τα οποία ντύνουμε τη ζωή μας εκφράζουν τον χαρακτήρα μας. Σίγουρα όμως αντικατοπτρίζουν το καλό ή κακό μας γούστο.

Πολλοί (αν και δε θά ‘πρεπε να βρίσκονται πολλοί εδώ) θα πείτε ότι η αισθητική είναι κάτι υποκειμενικό, και η απόκλιση από την ισοπεδωτική ομοιογένεια απαραίτητη. Έχοντας δει οργανωμένα συγκροτήματα κατοικιών (κυρίως) του εξωτερικού, βασισμένα στην ακούραστη (πλην όμως κουραστική) επανάληψη του ίδιου μοτίβου, τείνω να συμφωνήσω ως προς το δεύτερο μαζί σας.

Παρά ταύτα δεν επικροτώ οποιαδήποτε απόκλιση από το default, τον βαρετό μέσο όρο. Διότι η αισθητική δεν είναι αυστηρά υποκειμενική. Αν ήταν, δε θα είχαμε μουσεία. Η αισθητική έχει κανόνες. Και όσοι καλλιτέχνες τούς παραβιάζουν, δεν το κάνουν επειδή τους αγνοούν. Ακόμα και τα κείμενά μας, που δε διεκδικούν δάφνες έργων τέχνης, υπακούουν σε βασικούς κανόνες αισθητικής, ήτοι σύνταξης και ορθογραφίας, δίχως αυτοί να αποβαίνουν σε βάρος της προσωπικής έκφρασης. Δυστυχώς οι κανόνες της αισθητικής στην αρχιτεκτονική ή τη μόδα δε μπορούν να διατυπωθούν με αντίστοιχη σαφήνεια. Δύσκολο συνεπώς να πείσουμε τους επίδοξους ειδήμονες για την ανικανότητά τους και για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του default σε σχέση με τα ευφάνταστα σχέδιά τους. Σε σημείο, που το εν Ελλάδι default να είναι αυτά ακριβώς τα ευφάνταστα σχέδια.

Και καθώς δύσκολα ποσοτικοποιείται η αισθητική παιδεία, η Ευρωπαϊκή Ένωση δε μπορεί να ελέγξει τη σχετική πρόοδό μας με δείκτες, οπότε θα εξακολουθήσουμε να είμαστε κακοί μαθητές, περιμένοντας να αντιδράσουμε ή να υποταχτούμε σε κάθε έκφραση ξενόφερτης αισθητικής, είτε αυτή ονομάζεται Levi’s είτε Calatrava.

Saturday, October 01, 2005

το μυστικό

Αν πέσατε πάνω σε αυτό το blog, θέλω να πιστεύω ότι ήταν από τύχη (ή ατυχία). Έλαβα (σχεδόν) όλα τα απαραίτητα μέτρα για να μην το βρείτε, οπότε ελπίζω πως δεν υπάρχει κάποιο link που οδηγεί εδώ (γιατί τότε θα πρέπει να αλλάξουμε διεύθυνση...).

Αν όλα αυτά σας φαίνονται παράξενα, τότε ίσως και εσείς (ναι, εσείς) δε θα έπρεπε να βρίσκεστε εδώ. Αν πάλι, κατά έναν περίεργο τρόπο, σας αρέσουν, τότε κρατήστε το μυστικό για να μάθετε κι άλλα...

Η παραπάνω εισαγωγή πρέπει να σας προετοίμασε για το τι θα ακολουθήσει. Δεν είναι mainstream blog, γιατί δεν είναι προσανατολισμένο στους αναγνώστες αλλά στον δημιουργό του. Βέβαια, δεν αναφέρεται μόνο σε όσους μπορούν να με καταλάβουν, αλλά μάλλον σε όσους μπορούν να με ανεχτούν.

Όσοι αναζητάτε κοινωνικώς αποδεκτά και κατανοητά κείμενα (ή απόδειξη για το ότι δεν είμαι τρελός), διαβάστε τα κείμενά μου στο σπιτάκι. Όσοι έχετε λίγο χρόνο στη διάθεσή σας, μην τον χάσετε εδώ. Όσοι από ανίατη ανία τα ψάξατε όλα και καταλήξατε εδώ, δεν πρόκειται να βρείτε εδώ τη θεραπεία σας. Όσοι ψάχνετε κάτι για να (περι)γελάτε, μάλλον θα φύγετε ανικανοποίητοι.

Κοινώς, οι περισσότεροι από εσάς που διαβάζετε το παρόν βρίσκεστε στο λάθος μέρος. Υπάρχουν και στο διαδίκτυο κακές γειτονιές. Μην πείτε ότι δε σας προειδοποίησα. Και μην παρασυρθείτε από κάποια (φαινομενικά) λογικά κείμενα που μπορεί να παρεισφρήσουν.

Αν μπορείτε να δεχτείτε ότι το κέντρο εδώ δεν είστε εσείς, ούτε καν η επικοινωνία μαζί σας, στο μέτρο που αυτή καλουπώνει τον τρόπο έκφρασης, αν μπορείτε (ή δεν προσπαθείτε) να καταλάβετε όσα γράφω, τότε (και μόνον τότε) κοπιάστε...