Thursday, October 06, 2005

Milano by day

Την ξύπνησε το σκουπιδιάρικο. Ήταν ακόμα νωρίς. Προσπάθησε να τακτοποιήσει όπως όπως τις σκέψεις της χτεσινής βραδιάς, γιατί είχε και σήμερα πολλή δουλειά. Ήξερε ότι δεν ένιωθε γι’ αυτόν όπως παλιά, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί στον εαυτό της. Επιζητούσε τις συναντήσεις τους – από συνήθεια. Αλλά της έλειπε ο ενθουσιασμός – και δεν είχε το κουράγιο να τον αναζητήσει. Χτες, κλείνοντάς του την πόρτα με ένα ψυχρό φιλί για καληνύχτα, ξέρει ότι τον λύπησε. Δεν είπε τίποτα, αλλά πίσω από την κλειστή πόρτα μπορούσε να μαντέψει εκείνο το θλιμένο ύφος του που σιχαινόταν. Βαρέθηκε.
Λιγά καρέ αργότερα κόρναρε ο Μάριος από κάτω. Φεύγει γρήγορα η ώρα το πρωί. Το χαμόγελο που την περίμενε της έφτιαξε τη μέρα. Μπα, όχι, ήταν η λιακάδα που ευθυνόταν για την καλή της διάθεση. Ήξερε να ελέγχει τις σκέψεις της. Ήξερε τι ήθελε από τον εαυτό της. Είχε χωροθετήσει σαφώς τα συναισθήματά της. Είχε ωριμάσει. Έτσι πίστευε. Πλην όμως εκείνο το πρωινό οι σκέψεις της δεν πειθαρχούσαν στις προσταγές της. Την αρχική ανεξήγητη ευφορία διαδέχτηκαν εξίσου ανεξήγητες τύψεις. Της είχε κάνει νύξεις για τον Μάριο στο παρελθόν, αλλά τα είχε κατηγορηματικά αρνηθεί – σκηνές ζηλοτυπίας ελλείψει αυτοπεποίθησης. Τώρα οι νύξεις προέρχονταν από τη συνείδησή της, απέναντι στην οποία τα ίδια εκείνα επιχειρήματα φάνταζαν αδύναμα. Ίσως έφταιγε αυτός. Της έβαζε ιδέες υποσυνείδητα με την υπερβολική του ζήλια, την έκανε να φαντάζεται πράγματα που δεν υπάρχουν, της έκανε κακό. Αγανάκτησε.
Σηκώθηκε από το γραφείο να πάρει έναν καφέ. Εξάλλου δε μπορούσε να δουλέψει. Και δεν ήθελε να προσποιηθεί στον εαυτό της ότι δούλευε. Από το τραπέζι όπου κάθισε έβλεπε όλη την καφετέρια. Ένα ζευγάρι στα μέλια σε πρώτο πλάνο. Υποσυνείδητα ενοχλήθηκε, σαν να τσίγκλησε η χαρά τους τη μελαγχολία της. Την επόμενη στιγμή που εστίασε πάνω τους, η κοπέλα έφευγε φουριόζα. Έμεινε ο Ιταλός να κοιτά με μια γκριμάτσα απορίας δανεισμένη από καρτούν. Όταν συνάντησε το βλέμμα της, χαλάρωσε τους μυς σε ένα χαμόγελο. Τα χείλη της δεν ενέδωσαν να το ανταποδώσουν. Ο εγκέφαλος ήταν πολύ απασχολημένος για να δώσει τη σχετική εντολή. «Μήπως μου κολλάει και αυτός, Γιώργο; Ε ρε πώς με κατάντησε η ζήλεια σου...». Κουράστηκε.
Στο ταμείο ο Μάριος να παραγγέλνει καφέ. Του πεπρωμένου φυγείν αδύνατον. Ήθελε να φύγει, αλλά η αποφασιστικότητά της αυτή τη φορά την πρόδωσε. «Δε μπορείς να φανταστείς τι μου έκαναν το πρωί», άρχισε με νέα από τη δουλειά. Αστείρευτη όρεξη αυτό το παιδί. Την έκανε να ξεχάσει προς στιγμήν τα προβλήματά της. Ή να τα απωθήσει κάπου βαθύτερα, δημιουργώντας χώρο για άλλα, μεγαλύτερα. Χαλάρωσε.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home