Milano by fog
Κατέβαινε αποφασισμένα το πλακόστρωτο, με άκομψα γρήγορο βηματισμό. Την είχε κάνει τόσες φορές αυτή τη διαδρομή, που δεν ήταν πια τίποτα άλλο παρά μια παρένθεση πριν τις συναντήσεις τους. Η ομίχλη χάιδευε τις στέγες των σπιτιών και στο βάθος του δρόμου πρόβαλλε μελαγχολικά ο καθεδρικός σαν μέσα σε σύννεφο. Αυτή η εικόνα πάντα τον άγγιζε: ο όμορφος φόβος μπροστά στο μυστήριο του μεγαλειώδους. Αν υπήρχε Θεός, εκείνη τη νύχτα θα δειπνούσε εκεί. Έφτασε πρώτος, όπως πάντα. Αμήχανος στάθηκε σε μια άκρη του δρόμου περιμένοντας. Αμήχανος, όχι για τη συνάντησή τους – το έργο αυτό το είχε ξαναδεί, πολλάκις ήδη. Αμήχανος, για την εικόνα που έδινε στους λιγοστούς περαστικούς σε έναν κατά τα άλλα ερημικό δρόμο – οι τακτικοί πρέπει πλέον να τον είχαν συνηθίσει. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί αναζητώντας κάτι ενδιαφέρον στο ημίφως. Ένας σκίουρος ανέβαινε έναν τοίχο ενός παλιού σπιτιού, στο μπαλκόνι μια κοπέλα πότιζε τις γλάστρες, το φως δραπετεύοντας από τη μπαλκονόπορτα διέγραφε ονειρικά τη σιλουέτα της.
«Τι κοιτάς;», άκουσε στον δρόμο, σαν να ξύπνησε από όνειρο. Όταν δε φορούσε τακούνια, δεν άκουγε τα βήματά της.
«Τα άστρα». Ήταν πολύ απορροφημένη για να αναζητήσει την αλήθεια – ή πολύ αδιάφορη.
«Κουρασμένη;»
«Πολύ, από το πρωί δεν κάθισα.»
Περπάτησαν μηχανικά. Έχει πια ξεχάσει τι έλεγαν – ίσως να μη θυμόταν και τότε. Της άνοιξε την πόρτα, τους κάθισαν στο τραπέζι τους, παράθυρο βιτρίνα, για τα βλέμματα να δραπετεύουν. Παρήγγειλε το κρασί που της άρεσε. Όχι πως την ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα κρασιά, αλλά της τα είχε μάθει για να τα ξέρει. Και της είχε μάθει και να διαλέγει – αυτό που της άρεσε. Κάθονταν αντικρυστά και κοιτάζονταν. Ή μάλλον αυτός την κοίταζε. Προσπαθούσε να βρει τις όμορφες γωνίες της. Όλα στη ζωή τα έβλεπε όμορφα – γιατί όχι και αυτή; Λέξεις σπάνια επισκέπτονταν το τραπέζι τους. Τα είχαν εξάλλου πει όλα, τόσα χρόνια. Τα μόνα νέα αυτά των φίλων τους. Που παντρεύονταν, χώριζαν, γεννούσαν.
«Τά ‘μαθες; Έγκυος η Μαρία!»
«Ώπα ρε, κιόλας;» Το αποκορύφωμα της βραδιάς.
Πού και πού προσπαθούσε να πει κάποιο αστείο – όλως περιέργως ήταν αυτός ο πιο ομιλητικός στη σχέση τους. Γινόταν γελοίος για να αποσπάσει ένα βεβιασμένο μειδίαμά της και να το κρατήσει σαν μνήμη της βραδιάς. Παρήγγειλαν ο ένας το πιάτο του άλλου – παλιά τους συνήθεια. Γνώριζε ο ένας τον άλλον τόσο καλά, που τον εαυτό τους δεν τον χρειάζονταν. Αλλά και δεν ήθελαν να τον απαρνηθούν.
Διάβαζε τις σκέψεις της – και σχεδόν συνειδητά τις παρερμήνευε. Με την ανάσα του νότιζε το τζάμι της ψυχής της για να κρύψει την αλήθεια της. Ματαιοπονία. Γνώριζε ο ένας τον άλλον τόσο καλά, που δεν τον χρειάζονταν πια.
ΥΓ. Η ιστορία είναι φανταστική – δεν υπάρχουν σκιουράκια στο Μιλάνο. Θα συνεχιστεί, (ότ)αν ξημερώσει στο Μιλάνο.
«Τι κοιτάς;», άκουσε στον δρόμο, σαν να ξύπνησε από όνειρο. Όταν δε φορούσε τακούνια, δεν άκουγε τα βήματά της.
«Τα άστρα». Ήταν πολύ απορροφημένη για να αναζητήσει την αλήθεια – ή πολύ αδιάφορη.
«Κουρασμένη;»
«Πολύ, από το πρωί δεν κάθισα.»
Περπάτησαν μηχανικά. Έχει πια ξεχάσει τι έλεγαν – ίσως να μη θυμόταν και τότε. Της άνοιξε την πόρτα, τους κάθισαν στο τραπέζι τους, παράθυρο βιτρίνα, για τα βλέμματα να δραπετεύουν. Παρήγγειλε το κρασί που της άρεσε. Όχι πως την ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα κρασιά, αλλά της τα είχε μάθει για να τα ξέρει. Και της είχε μάθει και να διαλέγει – αυτό που της άρεσε. Κάθονταν αντικρυστά και κοιτάζονταν. Ή μάλλον αυτός την κοίταζε. Προσπαθούσε να βρει τις όμορφες γωνίες της. Όλα στη ζωή τα έβλεπε όμορφα – γιατί όχι και αυτή; Λέξεις σπάνια επισκέπτονταν το τραπέζι τους. Τα είχαν εξάλλου πει όλα, τόσα χρόνια. Τα μόνα νέα αυτά των φίλων τους. Που παντρεύονταν, χώριζαν, γεννούσαν.
«Τά ‘μαθες; Έγκυος η Μαρία!»
«Ώπα ρε, κιόλας;» Το αποκορύφωμα της βραδιάς.
Πού και πού προσπαθούσε να πει κάποιο αστείο – όλως περιέργως ήταν αυτός ο πιο ομιλητικός στη σχέση τους. Γινόταν γελοίος για να αποσπάσει ένα βεβιασμένο μειδίαμά της και να το κρατήσει σαν μνήμη της βραδιάς. Παρήγγειλαν ο ένας το πιάτο του άλλου – παλιά τους συνήθεια. Γνώριζε ο ένας τον άλλον τόσο καλά, που τον εαυτό τους δεν τον χρειάζονταν. Αλλά και δεν ήθελαν να τον απαρνηθούν.
Διάβαζε τις σκέψεις της – και σχεδόν συνειδητά τις παρερμήνευε. Με την ανάσα του νότιζε το τζάμι της ψυχής της για να κρύψει την αλήθεια της. Ματαιοπονία. Γνώριζε ο ένας τον άλλον τόσο καλά, που δεν τον χρειάζονταν πια.
ΥΓ. Η ιστορία είναι φανταστική – δεν υπάρχουν σκιουράκια στο Μιλάνο. Θα συνεχιστεί, (ότ)αν ξημερώσει στο Μιλάνο.
0 Comments:
Post a Comment
<< Home