Milano on request
Κοίταζε ψηλά μα δεν έβλεπε τον ουρανό. Έβλεπε κεφάλια, πολλά, αμέτρητα. Σίγουρα, δε μπορούσε να συγκεντρωθεί για να τα μετρήσει. Τόσος κόσμος δε μείωνε καθόλου τη μοναξιά της. Την κοίταζαν σαν αξιοθέατο, σαν κάτι ξένο, με φόβο, με αποτροπιασμό. Την είχαν κιόλας στείλει στο ταξίδι της. Δεν περίμενε βοήθεια από κανέναν – σαν νά ‘ξερε ότι δε μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Κάποιοι της μιλούσαν, κανείς δεν την άγγιζε. Συγκέντρωσε τις δυνάμεις της για να μιλήσει, μάταια. Την κατέλαβε φόβος. Σιγά σιγά άρχισε να νιώθει πόνο σε διάφορα σημεία του σώματός της, παντού. Όχι παντού, κάποια μέρη δεν τα αισθανόταν καθόλου – ξένα, σαν τον γύρω κόσμο, σαν το σώμα της σε λίγο. Η σειρήνα του ασθενοφόρου ηχεί διαφορετικά όταν έρχεται για σένα. Τη σήκωσαν και για μια στιγμή είδε τον ουρανό, για τελευταία φορά. Μάλλον δε θα έκανε τέτοιες σκέψεις τότε, σίγουρα δεν έκανε σκέψεις μετά. Μια λάμπα φθορίου. Η σειρήνα. Πολύ κούνημα. Συνήθως ενστικτωδώς προσπαθείς να κρατηθείς στη ζωή. Αυτή σαν να έφυγε με τη συγκατάθεσή της. Σχεδόν. Ήπιε όλο το ποτήρι αφήνοντας την τελευταία γουλιά. Θά ‘λεγε κανείς ότι την τελευταία στιγμή ο οργανισμός της βρήκε το κουράγιο να κρατηθεί στη ζωή, αλλά όσοι τη γνώριζαν ήξεραν ότι απλά δε βρήκε το κουράγιο να πεθάνει. Όπως ποτέ δε βρήκε το κουράγιο να ζήσει.
Και έμεινε εκεί, μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Και έμεινε εκεί, μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
0 Comments:
Post a Comment
<< Home