Thursday, November 17, 2005

Milano revisited

«Δε γράφεις πια;»
«Ποιος; Εγώ;»
Ευτυχώς δεν αναφέρονται σε μένα – ποτέ μην αναλαμβάνεις ευθύνη αν δεν απαιτείται, αλλά στον κατά τα άλλα συμπαθέστατο συγγραφέα της όμορφης και βαρετής αυτής ιστορίας, όστις παγιδεύτηκε στα δίχτυα της πλοκής που έπλεξε, όπως η πρωταγωνίστρια στο αδιέξοδο που έχτισε. Και μείναμε εμείς να παρακολουθούμε την εξέλιξη της πλήξης με κίνητρο μοναδικό την πρότερη επένδυση χρόνου στην ανάγνωσή της. Η κατάσταση αυτή δε μπορεί να συνεχιστεί. Και επειδή εδώ δεν έχουμε την πολυτέλεια της αντικατάστασης προσώπων, η κοινή πρακτική δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή μας. Αν κάτι είναι αναντικατάστατο, αλλά για λόγους άσχετους της αξίας του, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να προσπαθήσεις να το βελτιώσεις. Με αυτό κατά νου έβαλα κατά της ρίζας του προβλήματος.
Άνοιξε την πόρτα ζωγραφίζοντας ένα χαμόγελο από διαφήμιση οδοντόκρεμας – το «μετά τη χρήση». Εγώ δεν προσπάθησα καν να τη μιμηθώ – τελικά αυτό που μαθαίνουμε μεγαλώνοντας είναι τι δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ. Κάθισα στον καναπέ με τη θέα, αν και η σοβαρότητα της κατάστασης υπαγόρευε τραπεζαρία. Κάθισε δίπλα μου, αν και τη δεδομένη στιγμή θα το εκτιμούσα αν καθόταν λίγο πιο μακριά μου. Έστρεψε το βλέμμα και με κοίταξε, ενώ εγώ αναζητούσα τις λέξεις στον ορίζοντα. Της χάρισα ένα βλέμμα και τα υπόλοιπα παραδόθηκαν άνευ όρων. Βρέθηκα να κρέμομαι από τα χείλη της – χωρίς να περιμένω να μιλήσει. Με πλησίασε. Μου ψιθύρισε. «Δε μπορείς να τους γράψεις για αυτά. Θα βρούμε κάτι άλλο – for the record».
Όταν άνοιξε το μαγνητόφωνο, η Γη είχε ήδη συμπληρώσει μία περιστροφή και οι επ’ αυτής πολύ περισσότερες. Δεν ένιωθα την αντικειμενικότητά μου να πάσχει – τουλάχιστον όχι όσο εγώ από την αϋπνία. Αλλά οι λέξεις μου συγκροτούσαν αντί επιχειρημάτων ανέκδοτα, καθιστώντας άκαρπη όποια – μικρή – προσπάθεια για συζήτηση σοβαρή. Μπορεί το γέλιο το πρωί – οριζόμενο εδώ ως η ώρα που ξυπνάς – να είναι αναζωογονητικό – ειδικά με καλή παρέα, αλλά επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω αν η παρέα σας είναι αρκετά καλή – ή αν είναι αρκετά νωρίς – για να εκτιμήσετε τα αστεία μας εκείνα. Από σεβασμό προς τον χρόνο σας λοιπόν – ή λόγω έλλειψης σεβασμού του δικού μου προς εμένα – περιορίζομαι σε όσα σας αφορούν.
«Δε βρίσκεις τη ζωή σου πληκτική; Ξέρω πολλούς που τη βρίσκουν.»
«Με τη ζωή μου;» Αλίμονο.
«Όχι – πληκτική.»
«Νομίζω φταίει ο τρόπος που τα γράφεις.»
«Είπε στον συγγραφέα το σενάριο.»
«Γιατί η δική σου, η δική τους είναι καλύτερη;» Για ζωή μιλάμε πάντα.
«Όχι – γι’ αυτό επιλέγουν να βαριούνται με τη δική σου. Δεν πρέπει να ποντάρουμε όμως σε αυτό. Όταν καταφεύγει σε ένα κείμενο, ο αναγνώστης θέλει να ξεχνά την πραγματικότητα και να ταξιδεύει σε κόσμους, όπου πιθανότατα ποτέ δε θα βρεθεί, αλλά μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να είναι.»
«Ο αναγνώστης έχει ανάγκη το κείμενο – όχι το κείμενο τον αναγνώστη.» Σωστό – εξ’ ορισμού.
«Μια καθημερινή βαρετή ζωή δεν τον ενδιαφέρει. Ειδικά μάλιστα αν είναι έτσι καταθλιπτική οι αναγνώστες μας μοιραία θα μειώνονται – με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.»
«Σου προκαλώ κατάθλιψη λοιπόν;» Ερώτηση παγίδα.
«Όχι – αλλά πολύ φοβάμαι ότι δε μπορείς να χαροποιήσεις με τον ίδιο τρόπο όλους τους αναγνώστες.» Αν και, πλάκα πλάκα, πού ξέρεις – λίγοι είναι...
Σιωπή αλλά όχι θυμός – καταβροχθίζει γαρ το τελευταίο μπισκότο. Το αυτό ελπίζω και για την – όποια – θηλυκή αναγνώστρια, ακόμα και απουσία γλυκών.
«Θες κάτι συνταρακτικό λοιπόν. Να γίνω αιμοσταγής δολοφόνος;» Όχι – φαντάζομαι το πρώτο σου θύμα.
«Όχι. Αφενός δεν είναι αρκετά εξωτικό, αφετέρου δεν εγγυάται τη συνέχεια – της ιστορίας, όχι του είδους. Χρειαζόμαστε αλλαγή σκηνικού.»
«Ταξιδάκι στο Milano;» Άλλο που δε θέλεις.
«Θα βοηθούσε.» Ιδίως αν συναντούσες τα (α)κατάλληλα πρόσωπα.
«Θα μου κάνεις τα έξοδα;»
Στο σημείο αυτό, στο αμερικάνικο σενάριο, ο συγγραφέας ζητά τη συνδρομή των αναγνωστών προκειμένου να συγκεντρωθεί το απαραίτητο ποσό που θα επιτρέψει τη συνέχιση της ιστορίας, ως επαίτης στον ηλεκτρικό εισπράττων χρήματα προς εισιτήριο για Θεσσαλονίκη.
Στο ελληνικό σενάριο, ελλείψει ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αναμένουμε εξ’ ουρανού τη συλλογή χρημάτων ή εκ τραπέζης την αύξηση του πιστωτικού ορίου της πρωταγωνίστριας. Εκτός αν έχετε να προτείνετε κάτι καλύτερο...

Thursday, November 10, 2005

a story about Milano

Περασμένες δυο τρεις. Λιγοστό φως – για να μην αποσπά το βλέμμα περισσότερο από όσο χρειάζεται για να βλέπει. Σιγανή μουσική – για να μην αποσπά τον νου περισσότερο από όσο χρειάζεται για να ανανεώνεται. Στην οθόνη, γράμματα κυνηγιώνται, στήνουν λέξεις, συναρμόζονται άψογα σε προτάσεις, εκφράζουν μεγάλα νοήματα. Όχι μεγαλύτερα πάντως από αυτά που θα εξέφραζαν οι καθημερινές μας συζητήσεις, αν σκεφτόμασταν πέντε λεπτά την κάθε λέξη. Κάθε τόσο περιδιαβαίνει ανάμεσα στους στιχισμένους χαρακτήρες, σε έναν αέναο βρόχο θετικής – δυστυχώς – ανάδρασης, για να διαπιστώσει κάθε φορά εκ νέου – με φρέσκια αυταρέσκεια – την τάξη του στρατεύματος. Λέξεις όμορφες, ήτοι σπάνιες – γιατί έτσι μάθαμε να αξιολογούμε τα πράγματα. Μεταφορές ευφυείς – γιατί είναι και πνευματώδης. Μετρημένες δόσεις αυτοσαρκασμού – για να προλάβει θαρρείς περιπαιχτικά σχόλια. Κείμενο τεχνικά άψογο, σαν σωστά φωτομετρημένη φωτογραφία. Δε μπορείς να της καταλογίσεις τίποτα, όπως σε μελετηρό μαθητή που λέει σωστά το μάθημά του. Σωστά και βαρετά – όπως υπαγορεύει η ορθότητα της σκέψης που δεν σκύβει να ακούσει την καρδιά. Δεν του λείπει τίποτα που θα μπορούσε να ανιχνεύσει μια μηχανή. Του λείπει η πνοή που θα το κάνει κάτι ανώτερο από το σύνολο των λέξεών του. Της λείπει το συναίσθημα που κάνει την αμοιβαία έλξη έρωτα. Δεν ήταν ανέκαθεν έτσι – το κείμενο πάντως ήταν. Δεν πάει – αν και σιγά σιγά αρχίζει να πάει – πολύς καιρός από τότε που διακατεχόταν από το εκρηκτικό εκείνο μίγμα απερίσκεπτου ρομαντισμού και αφελούς αισιοδοξίας, που σου δίνει περισσότερη ενέργεια από ό,τι δικαιλογούν τα συστατικά του, η οποία συνήθως αναλίσκεται αφελώς και απερίσκεπτα σε πράξεις που δικαιλογούν τον χαρακτηρισμό του υποκειμένου ως χαζοχαρούμενο. Τότε δεν την πείραζε. Αντλούσε την αυτοπεποίθηση από τη χαρά της. Πίστευε ότι ήξερε τι ήθελε και ότι – αλίμονο – το είχε κιόλας βρει – παραμύθι που λίγο πολύ όλοι μας έχουμε αφήσει κάποτε τον εαυτό μας να πιστέψει. Τώρα, υπό το βάρος των εμπειριών της, η αισιοδοξία της έχει υποχωρήσει. Έχει αφήσει τη λογική της να διαλευκάνει το μυστήριο των συναισθημάτων της – με φανερά τα σημάδια της διεργασίας στα τελευταία. Είρων της ρομαντικής της διάθεσης, σαρκαστής της ερωτικής της ορμής – καθιστά πλέον η ίδια τον εαυτό της εμπόδιο στα όνειρά της ως ενστικτώδη άμυνα. Κατά της απόρριψης. Κατά της λύπης. Κατά της ζωής.
Έξω ακόμα νύχτα. Περασμένες τρεις τέσσερις. Πόσες ακόμα θα περάσουν;

Wednesday, November 02, 2005

Milano via mail

Την ώρα που ο ήλιος κοκκινίζει τον ορίζοντα ήθελε να την περνάει στο μπαλκόνι της – κατά προτίμηση μόνη, το πολύ πολύ με τον εαυτό της. Για αυτό τα έβαζε ενίοτε και με τον εμπνευστή της χειμερινής ώρας. Για αυτό, και επειδή το φως την ξυπνούσε πριν κοιμηθεί. Πάντως, μέχρι το ηλιοβασίλεμα, προλάβαινε κατά κανόνα να ξυπνήσει και να πάρει θέση για μια παράσταση που άρχιζε πάντα στην ώρα της: Εκείνο το βράδυ, ένα λεπτό νωρίτερα από το προηγούμενο.
Καθόταν σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, άδειαζε το μυαλό της και προσηλωνόταν στην πορεία του ήλιου προς τη δύση. Επόπτευε – θαρρείς – μήπως κάτι πάει στραβά. Και απολάμβανε κάθε φορά εξίσου το ένδοξο τελετουργικό, αν και ήξερε το άδοξο τέλος. Τη στιγμή που η τελευταία ηλιαχτίδα πνίγεται πίσω από το βουνό ή – όπως το βράδυ εκείνο – τη θάλασσα αφήνοντας τον ορίζοντα να καίει για λίγο – πρόσκαιρη μνήμη που σβήνει αφήνοντας τα πάντα σκοτεινά, ή τεχνητά φωτισμένα. Η τέλεια φωτογραφία που ποτέ δεν πρόλαβες να βγάλεις – για λίγο. Την αναλογία με τη ζωή, με τη ζωή της, την απέφευγε με δεξιοτεχνία για να μη μιάνει με σκέψεις τη στιγμή. Τη στιγμή που φώτιζε τις σκέψεις της όταν την πλημμύριζε σκοτάδι. Είχε μαζέψει πολλές τέτοιες στιγμές στο μυαλό της – ποτέ δε βρήκε χρόνο να τις τακτοποιήσει. Ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη – όχι στην Οία όμως όπου έπρεπε να κλείσεις θέση από το μεσημέρι. Στη Σύρο. Στο καράβι. Βραδιάζει και αλλάζει το χρώμα του ουρανού. Στο Milano δεν έβλεπε τον ορίζοντα. Ίσως για αυτό να έφυγε.
Το περπάτημα στο δωμάτιο τρόμαξε την ηρεμία της στιγμής. Αυτά τα ξύλινα σπίτια τρίζουν με το παραμικρό. Ποιος θεώρησε ότι είχε λόγο ισχυρό να την ενοχλήσει; Καρτποστάλ από το Milano – ήξερε πως δεν ήξερε να ανοίγει φακέλους. Λίγα νέα. Πολλά φιλιά. Τι ήθελε; Πώς ανακάλυψε το κρυσφύγετό της και εισέβαλε απρόσκλητος; Δυσανασχέτησε. Άφησε τις σκέψεις της να την παρασύρουν σε ταξίδι μακρύ. Όταν επέστρεψε, οι αναμνήσεις του ήλιου έσβηναν στον ορίζοντα.
Το κινητό. «Ναι», βαριεστημένα. Θα πήγαινε για φαγητό – βαριεστημένα. Το κλείνει με κινήσεις αργές. Το βλέμμα της πέφτει στην ημερομηνία – και κάθεται. Σύμπτωση; Ανατριχιάζει. Έχει βάλει και κρύο.