Friday, January 27, 2006

Milano on air

Την τελευταία σκηνή τη γυρίσαμε άπειρες – ή ας πω πολλές – φορές. Κλείσιμο του δρόμου, εν μέσω αντιδράσεων που συγκέντρωσαν τον απαραίτητο αριθμό κομπάρσων να καλύπτουν τον ουρανό της πρωταγωνίστριας. Ασθενοφόρο – από αυτά με τα πολλά φωτάκια, τα αμερικάνικα. Κάμερα στο επίπεδο του δρόμου δίπλα στην ηρωίδα μας να το ακολουθεί με τον φακό και να γυρίζει σταδιακά προς τα πάνω καθώς αυτό πλησιάζει. Το φορείο που βγαίνει της κρύβει τον ουρανό – της κάμερας, για αυτήν εξάλλου δε γίνονται όλα; Επόμενη σκηνή μέσα στο ασθενοφόρο – η κάμερα στην οροφή. Το φορείο που μπαίνει, το πρόσωπο που χάνεται. Το ασθενοφόρο ξεκινά, η κάμερα πάντα στην ίδια θέση – ως προς το ασθενοφόρο εννοείται. Close up στο πρόσωπό της. Οι σειρήνες εξασθενούν – συμβολισμός της ζωής που απομακρύνεται· κορυφαία σκηνοθεσία, αυτό δε μετράει; Το κεφάλι κινείται ελεύθερα πια, έρμαιο της κίνησης του οχήματος, το βλέμμα πλάνο, έρμαιο του αδηφάγου παρατηρητή – αποφύγαμε τον ήχο του ευθέους καρδιογραφήματος ως κλισέ. Πεθαίνει – τι βαριά λέξη αλήθεια – ενώ το κοινό απολαμβάνει τη συγκίνηση της στιγμής. Τα μάτια ορθάνοιχτα, τα χείλη μισάνοιχτα, χαμογελούν στην κάμερα. Cut! Κόψ’ το! Δεν εννοούσαμε έτσι τον αυτοσχεδιασμό. Ο αυτοσχεδιασμός είναι θεμιτός μόνο μέσα στα πλαίσια του σεναρίου – όπως και στη ζωή. Ηθοποιοί σε μια υπερπαραγωγή, ακολουθούμε το σενάριο πιστά με στόχο να αναδειχθούμε πρωταγωνιστές. Κάποιοι αυτοσχεδιάζουμε, απλά για να προσδώσουμε ενδιαφέρον στον χαρακτήρα μας μέχρι να συναντήσει το happy end σενάριο – απαραίτητη συνθήκη για ρόλο πρωταγωνιστικό. Αναρχικοί, αντιδραστικοί, αμφισβητίες – αντίδραση ίδιον της ηλικίας, ξέσπασμα αποδεκτό και απαραίτητο – προστάζει γαρ η μόδα – για να σωπάσουμε μετά στρώνοντας απορροφημένοι το χαλί της ευμάρειας.
Παρά ταύτα η πρωταγωνίστριά μας – φανταστική ή πραγματική, σίγουρα πάντως πιο αληθινή από πολλούς από μας – δεν πρόκειται να υπακούσει στο σενάριο. Δε θα χτίσει ή θα γκρεμίσει τη ζωή της για να γίνει αποδεκτή ως άξια της θέσης της από το εκλεκτό μας κοινό. Δε θα λυπηθεί για να σας συγκινήσει. Δε θα χαρεί για να σας ενθουσιάσει. Δε θα μιλήσει για να την ακούσετε με το στόμα ανοιχτό. Θα εξακολουθήσει να ζει την ανιαρή ζωή της σε πείσμα των καιρών που αναζητούν πρότυπα χαρούμενα, όλο ζωντάνια, χωρίς προβλήματα ή το αντίθετό τους. Μπορεί να ερωτευτεί, αλλά όχι για να το πει στις φίλες της. Μπορεί να ξεπεράσει τη μελαγχολία της, αλλά όχι για να γίνει πιο ευχάριστη στην παρέα της. Μπορεί να πετύχει, αλλά όχι για να την αναγνωρίσει ο περίγυρός της.
Και, όχι – ακατανόητο για πολλούς δυστυχώς – αυτό δεν είναι εγωισμός· είναι ελευθερία.

Friday, January 20, 2006

Milano on request

Κοίταζε ψηλά μα δεν έβλεπε τον ουρανό. Έβλεπε κεφάλια, πολλά, αμέτρητα. Σίγουρα, δε μπορούσε να συγκεντρωθεί για να τα μετρήσει. Τόσος κόσμος δε μείωνε καθόλου τη μοναξιά της. Την κοίταζαν σαν αξιοθέατο, σαν κάτι ξένο, με φόβο, με αποτροπιασμό. Την είχαν κιόλας στείλει στο ταξίδι της. Δεν περίμενε βοήθεια από κανέναν – σαν νά ‘ξερε ότι δε μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Κάποιοι της μιλούσαν, κανείς δεν την άγγιζε. Συγκέντρωσε τις δυνάμεις της για να μιλήσει, μάταια. Την κατέλαβε φόβος. Σιγά σιγά άρχισε να νιώθει πόνο σε διάφορα σημεία του σώματός της, παντού. Όχι παντού, κάποια μέρη δεν τα αισθανόταν καθόλου – ξένα, σαν τον γύρω κόσμο, σαν το σώμα της σε λίγο. Η σειρήνα του ασθενοφόρου ηχεί διαφορετικά όταν έρχεται για σένα. Τη σήκωσαν και για μια στιγμή είδε τον ουρανό, για τελευταία φορά. Μάλλον δε θα έκανε τέτοιες σκέψεις τότε, σίγουρα δεν έκανε σκέψεις μετά. Μια λάμπα φθορίου. Η σειρήνα. Πολύ κούνημα. Συνήθως ενστικτωδώς προσπαθείς να κρατηθείς στη ζωή. Αυτή σαν να έφυγε με τη συγκατάθεσή της. Σχεδόν. Ήπιε όλο το ποτήρι αφήνοντας την τελευταία γουλιά. Θά ‘λεγε κανείς ότι την τελευταία στιγμή ο οργανισμός της βρήκε το κουράγιο να κρατηθεί στη ζωή, αλλά όσοι τη γνώριζαν ήξεραν ότι απλά δε βρήκε το κουράγιο να πεθάνει. Όπως ποτέ δε βρήκε το κουράγιο να ζήσει.
Και έμεινε εκεί, μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.